- τσιτσιρίζω
- τσιτσιρίζω, τσιτσίρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τσιτσιρίζω — τσιτσίρισα, και τσιρτσιρίζω 1. αμτβ., βγάζω συριστικό ήχο (για κρέας που καίγεται ή λάδι ή βούτυρο που τηγανίζεται), τσιρίζω. 2. μτφ., βασανίζω κάποιον αργά, αλλά συνέχεια: Οι Γερμανοί τον τσιτσίρισαν στα κρατητήρια. 3. τερετίζω (για πουλιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσυτσυρίζω — και τσιτσυρίζω και τσιτσιρίζω και τσιρτσιρίζω Ν 1. (για κρέας ή άλλη ουσία που καίγεται) παράγω συριστικό ήχο 2. μτφ. α) βασανίζω κάποιον αργά και επίμονα β) (για πουλί) τυτιβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω, με επανάληψη τής αρκτικής συλλαβής] … Dictionary of Greek
τσιρίζω — τσίριξα 1. τσιτσιρίζω (βλ. λ.). 2. μτφ. (για νήπια), βγάζω διαπεραστικές κραυγές: Έδειρε το παιδί κι αυτό τσίριζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)